- σηπιάς
- σηπιάς, άδος, ἡ,= foreg., Nic.Al.472.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Σηπιάς — fem nom sg Σηπιά̱ς , Σηπιής masc acc pl Σηπιά̱ς , Σηπιής masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηπιάς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηπιάς — άδος, ἡ, Α η σηπία, η σουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σηπία «σουπιά» + επίθημα άς, άδος (πρβλ. νιφ άς, φυλλ άς)] … Dictionary of Greek
Σηπίας — Σηπίᾱς , Σηπίη fem acc pl Σηπίᾱς , Σηπίη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηπίας — σηπίᾱς , σηπία cuttle fish fem acc pl σηπίᾱς , σηπία cuttle fish fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σηπιάδα — Σηπιάς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηπιάδα — σηπιάς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σηπιάδι — Σηπιάς fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηπιάδι — σηπιάς fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σηπιάδος — Σηπιάς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηπιάδος — σηπιάς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)